χαμηλοβλέφαρος

χαμηλοβλέφαρος
-η, -ο, Ν 1. αυτός που έχει τα βλέφαρά του στραμμένα προς τα κάτω
2. (κυρίως μτφ.) ντροπαλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμηλός + -βλέφαρος (< βλέφαρο), πρβλ. χρυσο-βλέφαρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”